- σηροτροφείο
- ipek böçeği çiftliği
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σηροτροφείο — το, Ν χώρος όπου εκτρέφονται και αναπτύσσονται μεταξοσκώληκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηροτρόφος. Η λ., στον λόγιο τ. σηροτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
σηροτροφείο — το μέρος όπου καλλιεργούνται μεταξοσκώληκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
σκωληκοτροφείο — το, Ν οίκημα όπου εκτρέφονται μεταξοσκώληκες, βομβυκοτροφείο, σηροτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκωληκοτρόφος. Η λ., στον λόγιο τ. σκωληκοτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek